- πάτημα
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.) στη πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστέλλου.
* * *το, ΝΜΑ [πατώ]νεοελλ.1. το αποτέλεσμα τού πατώ, το βήμα («υπό τα θεία πατήματα», Κάλβ.)2. η ενέργεια τού πατώ, το περπάτημα, η περπατησιά («το πάτημα τής πέρδικας»)3. ίχνος ποδιού ανθρώπου ή ζώου, πατημασιά, αχνάρι («λαγού πατήματα»)4. η πίεση, το στοίβαγμα, το πατίκωμα («για να χωρέσουν τα ρούχα στην κασέλα θέλουν πάτημα»)5. το χτύπημα, το βάρεμα («το πάτημα τών παπουτσιών μού πλήγιασε τα πόδια»)6. πίεση από πάνω, ώθηση προς μια κατεύθυνση («το πάτημα τού ηλεκτρικού κουμπιού»)7. σύνθλιψη για εξαγωγή τού χυμού («το πάτημα τών σταφυλιών»)8. μτφ. πρόσχημα, πρόφαση, πλαστή δικαιολογία («βρήκε πάτημα για να τόν διώξει»)9. μτφ. επιδρομή, εισβολή, άλωση, κούρσεμα («το πάτημα τής Τριπολιτσάς»)10. στον πληθ. τα πατήματα μτφ.η συμπεριφορά, οι συνήθειες κάποιου, το πώς ζει και φέρεται («πήρε τα πατήματα τού πατέρα του»)11. το πλάτος τού σκαλοπατιού ή τού κατωφλιού(μσν.- αρχ.)1. αυτό που πατήθηκε με τα πόδια, το πατημένο πράγμα2. καθετί πάνω στο οποίο πατάει κάποιος, καθετί που πατιέται2. μτφ. μηδαμινό, τιποτένιο πράγμα.
Dictionary of Greek. 2013.